- θαλλούς
- θαλλόςyoung shootmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θαλλούς — Θαλλός young shoot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλλους — Θάλλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OSANNA — acclamatum DOMINO nostro Hierosolymam adventanti, Ω᾿σαννὰ τῷ ὑιῷ Δαβὶδ, Osanna, filio David, ex Hebraeo Hoschahana, compendiô sermonis dici, apud Hebraeos, consuevit, in acclamationibus, pro Hoschiah na, Ναὶ σῶσον, Serva obsecro. Id enim moris in … Hofmann J. Lexicon universale
θάλλινος — θάλλινος, ίνη, ον (Α) [θαλλός] κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα») … Dictionary of Greek
θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] … Dictionary of Greek
θαλλοφαγώ — θαλλοφαγῶ, έω (Α) (για γίδες) τρώγω θαλλούς, βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φαγώ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. τού εσθίω), πρβλ. ξηρο φαγώ, χορτο φαγώ] … Dictionary of Greek
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
ρύτωρ — (I) ορος, ὁ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που έλκει ή τεντώνει κάτι («χρυσέων ῥύτωρ τόξων», Αισχύλ.) 2. φρ. «ῥύτωρ τόξου» ο αστερισμός τού τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω» + επίθημα τωρ (πρβλ. μηνύ τωρ,… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek